Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Εφιάλτης με άρωμα κανέλας



Η ώρα ήταν έντεκα το πρωί. Ο παππούς ζητούσε κιόλας τον τρίτο του ελληνικό. Η γιαγιά αρνιόταν πεισματικά να του φτιάξει κι εκείνος την απειλούσε πως θα την χωρίσει. Κλαιγόταν για την άσπλαχνη γυναίκα που του φόρτωσε η άδικη μοίρα, η γιαγιά όμως δεν μπορούσε να διαθέσει άλλον από το χρόνο της για ν’ ασχοληθεί μαζί του. Η κόρη της μαγείρευε κι έπρεπε να ελέγξει. Το κοκκινιστό θέλει και μια πρέζα ζάχαρη. Η κόρη τής θύμιζε πόσα χρόνια μαγείρευε για την οικογένεια κι έκανε την κίνηση για την οποία η Βασούλα ανυπομονούσε. Στριμωχνόταν ανάμεσα στη γιαγιά και τη μάνα, πλησίαζε στην κουζίνα όσο πιο πολύ μπορούσε και περίμενε. Να ανοίξει η μάνα το βαζάκι, να βάλει μέσα το κουτάλι, να πέσει η κανέλα μες στην κατσαρόλα και να μυρίσει το σπίτι σαν χριστουγεννιάτικο γλυκό!
Έτσι κυλούσαν οι Κυριακές.

Η σκόνη από την κανέλα σκέπαζε την κατσαρόλα, απλωνόταν σα σύννεφο στο χώρο κι έπνιγε τη Βασούλα. Προσπαθούσε να αναπνεύσει. Μάταια. Και ξυπνούσε μες στον τρόμο. Η ώρα ήταν τέσσερις τα ξημερώματα.
Έτσι κυλούσαν οι νύχτες. Στην αγρύπνια και τον εφιάλτη της κανέλας.
Οι Κυριακές με το άρωμα της κανέλας είχαν ξεμείνει στα παιδικά χρόνια, η γιαγιά κι παππούς είχαν πεθάνει, η μάνα, καθηλωμένη στο κρεβάτι, παρακαλούσε να πεθάνει και η Βασούλα ήταν πια πενήντα πέντε χρόνων. 




Κατά τις πέντε έφτασε στο εργοστάσιο. Ο άντρας της την περίμενε. Όπως κάθε βράδυ. Και πάντα φύλαγε ένα τσιγάρο γι’ αυτή την ώρα της βασανιστικής αναμονής. Τραμπούκοι έκαναν συνέχεια επιθέσεις και φοβόταν πως ήταν θέμα χρόνου να ανακαλύψουν πως κάποια γυναίκα από την απεργία κυκλοφορούσε μόνη της μες στη νύχτα. 
Άναβε το τσιγάρο, κοιτούσε μια το ρολόι, μια το δρόμο. Όλες οι αισθήσεις του σε επιφυλακή. Και η σκέψη στο γιο τους. Δεν τολμούσε να του ζητήσει τίποτα. Είχε μόλις ανοίξει το σπιτικό του, γυναίκα έγκυο να φροντίσει κι ένα μεγάλο παράπονο που οι γονείς του πάντα μπλέκονταν σε «φασαρίες»…
Επιτέλους, είδε τη Βασούλα. Ξεκλείδωσε, την έσπρωξε απαλά μέσα, ξανακλείδωσε, την έπιασε από το χέρι και πήγαν μέσα, να ζεσταθεί, να ξεκουραστεί.
Ήταν χλωμή κι εξασθενημένη. Υποψιαζόταν πως ο εφιάλτης που τη βασάνιζε είχε να κάνει με τη μάνα της. Χωρίς χρήματα και ρεύμα, με λιωμένη ψίχα στο νερό και ζάχαρη για φαγητό, έλιωνε η κατάκοιτη στο κρεβάτι και ήταν μια άδικη κι απάνθρωπη πληρωμή για όσα είχε προσφέρει μια ολόκληρη ζωή.
Δοκίμασε μια ακόμη φορά. «Τι σε τρομάζει κάθε βράδυ, Βασούλα μου; Έχεις ανάγκη τον ύπνο. Πρέπει να ξεκουράζεσαι. Πες μου. Ίσως βοηθήσει…»



Η Βασούλα δεν τολμούσε να πει στο Θωμά. Να πεινάνε, να μην μπορούν να στηρίξουν το μοναχοπαίδι τους, να βλέπει τη μάνα της σε αυτή τη φρικιαστική κατάσταση και να ομολογήσει πως το μόνο που ονειρευόταν ήταν ένα πιάτο κοκκινιστό; Πως περπατούσε καθημερινά ως το εστιατόριο του Μπαλίκα μήπως και πετύχει στις προθήκες του με τα μαγειρευτά το φαγητό που είχε στοιχειώσει τη σκέψη της; Ντρεπόταν για τον εφιάλτη της.
Κι όχι μόνο γι’ αυτόν. Ντρεπόταν που είχε εξασθενήσει τόσο και είχε γίνει βάρος τη στιγμή που ο Θωμάς και ο αγώνας τη χρειάζονταν.




Ο Καλαϊτζίδης έφτασε στο εργοστάσιο πρωί – πρωί. Η προγραμματισμένη συνέντευξη τύπου ήταν για τις δέκα, όμως ήθελε να προλάβει να μιλήσει με όλους, να ανακαλύψει εκείνες τις ανθρώπινες ιστορίες που μάλλον θα συγκινούσαν τους αναγνώστες της εφημερίδας του και που θα έκαναν δεκτό το δισέλιδο αφιέρωμα, που σκόπευε να προτείνει. 
Η απεργία είχε ξεκινήσει τη μέρα που είχε πεθάνει η μητέρα του. Η είδηση για τον αγώνα που ξεκινούσαν μια χούφτα ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, που εργοδοσία και κράτος είχαν αποφασίσει ένα άδικο τέλος γι’ αυτούς, μπλέκονταν με τις διηγήσεις της μάνας του για την οικογένειά τους. «Μια χούφτα ταλαίπωροι γανωματήδες ήταν που ‘λιωσαν στο περπάτημα και σαν τους κυνήγησαν από την Τραπεζούντα, ήπιαν φαρμάκι στην Ελλάδα.»

Πόσες φορές δεν του είχε ζητήσει η μάνα του να γράψει τις μνήμες της; «Να κάνεις βιβλίο τις αδικίες που μας ‘φαγαν τη ζωή. Αυτά που θυμάμαι, αυτά είναι η δύναμή μου πια. Μην την αφήσεις να χαθεί…» Πόσες φορές δεν της είχε χαϊδέψει τα μαλλιά. «Θα το κάνουμε, μάνα. Μόλις βρω χρόνο. Κάνε λίγο υπομονή…» Έγραφε τότε παντού και μανιωδώς, ανοησίες και ψέματα, προκειμένου να μαζέψει χρήματα για το όνειρό του: ένα σπιτάκι. Η ιστορία των γανωματήδων που περπατούσαν μέρα νύχτα και συχνά δεν είχαν ένα κεραμίδι να βάλουν από κάτω την οικογένειά τους, είχε στοιχειώσει τα παιδικά του χρόνια.
Και το σπιτάκι το αγόρασε, μα δεν βρήκε ποτέ χρόνο και η μάνα του χάθηκε. Μαζί και οι μνήμες της. Όσο κι αν προσπαθούσε να θυμηθεί, μόνο σκόρπιες φράσεις έφερνε στο μυαλό του.



Βρήκε τους απεργούς αναστατωμένους. Η Βασούλα περνούσε πια τις νύχτες της στο εργοστάσιο. Και το πρωί, αποκαμωμένη από τις συζητήσεις, κοιμόταν, επιτέλους, για λίγες ώρες, μα πάντα ξυπνούσε από τον ίδιο εφιάλτη. Που τώρα γνώριζαν όλοι. Μπορεί να αστειεύτηκαν, όμως κανένας δεν την έκανε να ντραπεί. Μήπως ο Θωμάς δεν ονειρευόταν πως γινόταν πρωταγωνιστής του κινηματογράφου και τον παρακαλούσε το αφεντικό για ένα αυτόγραφο; Μήπως η Ελένη δεν ονειρευόταν πως αποκτούσε εξοχικό δίπλα στη θάλασσα; Μήπως ο Γιώργος δεν είχε ξοδέψει πέντε ολόκληρα ευρώ για να πάρει σιροπιαστά;
Έτσι, ο Καλαϊτζίδης έμαθε κι αυτός για τον εφιάλτη με άρωμα κανέλας και με τα γέλια η Βασούλα συνήλθε πιο γρήγορα. Κι ο Θωμάς της χάιδεψε τα μαλλιά. «Θα δικαιωθούμε! Κάνε λίγο υπομονή…»
Ο Καλαϊτζίδης χαμογέλασε πικρά. Κι αν η Βασούλα δεν αντέξει μέχρι να δικαιωθούν;
Σε λίγο άρχιζε η συνέντευξη τύπου. Έφυγε. Μάταιη του φάνηκε η ιδέα του για το αφιέρωμα. Θα ασχολιόταν, λοιπόν, με κάτι πιο χρήσιμο. Το σπίτι πια δεν τον χωρούσε. Για χάρη του είχε στερήσει από τη μάνα μια χαρά και δεν του το συγχωρούσε. Γι’ αυτό και είχε αποφασίσει να το πουλήσει. Προσπάθησε να επισπεύσει τις διαδικασίες και το κατάφερε. Σαν του έφυγε αυτό βάρος, έβαλε σκοπό να διώξει και την ενοχή για εκείνη τη δύναμη που άφησε να χαθεί…




Η Βασούλα έδινε οδηγίες. «Τώρα σβήσε με το κρασί.» και «Τη ζάχαρη μην ξεχάσεις! Κόβει την ξινίλα της ντομάτας.» και «Περίμενε! Τώρα θα ρίξουμε και την κανέλα!»
H Βασούλα πλησίασε κι ο Θωμάς άρχισε να ρίχνει αργά-αργά την κανέλα. Η Βασούλα πήρε βαθιά ανάσα. Κι άλλη! Κι ακόμα μία! Αυτή η Δευτέρα μύριζε σα χριστουγεννιάτικο γλυκό! Κι έμοιαζε με μια μέρα των παιδικών της Χριστούγεννα! Γιατί μπορούσε να ονειρεύεται. 
Χάρη στα χρήματα του Καλαϊτζίδη, η μάνα δεν βογκούσε. Το σπίτι της και τα σπιτικά των άλλων απεργών είχαν τα απαραίτητα. 
Και τώρα, που θα πήγαιναν την κατσαρόλα στο εργοστάσιο, για να φάνε όλοι μαζί, θα συζητούσαν για τη συνέχεια του αγώνα τους, για την προσπάθεια να λειτουργήσουν οι ίδιοι το εργοστάσιο. Ενωμένοι πάντα και δυναμωμένοι τώρα από την ελπίδα με άρωμα κανέλας.




Ήταν ακόμα μία συμμετοχή μου - παράδειγμα για το Αλάτι, ζάχαρη κι αλληλεγγύη. Αφήνουμε τη φαντασία μας ελεύθερη, μοιραζόμαστε εμπειρίες και προβληματισμούς και γράφουμε ιστορίες με πρωταγωνίστρια την αλληλεγγύη και συμπρωταγωνίστριες τις συνταγές για το ebook που θα διαθέσουμε στο blogaki 2017. 
Στέλνετε τις συμμετοχές σας στο μέηλ μου μέχρι τις 15 Μάρτη. Διαβάζετε εδώ περί αλληλεγγύης.


Και μην ξεχνάτε:



Να διαβάζετε το συλλογικό μας διήγημα "Το κόκκινο νυφικό".



Να στέλνετε τις συμμετοχές σας στο 1ο Δρώμενο χαϊκού μέχρι τις 22 Φλεβάρη.







35 σχόλια:

  1. Μοσχομύρισε η κανέλλα σου Αλεξάνδρα μου. Μια σελίδα της ιστορίας μας, απ' τις πιο πονεμένες, ξεδιπλώνεται μέσα απ' το τσουκάλι σου με το κοκκινιστό. Συγκίνηση και μνήμες και μια γλυκιά ζαχαρωμένη γεύση στο τέλος... Να'σαι καλά Αλεξάνδρα μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σελίδες από το παρελθόν αλλά και από τον παρόν... Καλημέρα, Μαρία!

      Διαγραφή
  2. Αμα μυριζει η κανελλα κι υψωνεται το συννεφο μηπως ξερεις αν φερνει δακρυα; Γιατι εγω σαν να βουρκωσα απο το δυνατο της αρωμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Συναρπαστικό κι αυτό το άρωμα
    της κανέλλας έδεσε με τον αγώνα
    την αλληλεγγύη και τον τίμιο ιδρώτα
    Μπράβο Αλεξάνδρα μου
    Δικαιωνόμαστε;;;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όχι άμεσα... αλλά κάποια στιγμή...
      Εντωμεταξύ, παλεύουμε κι έτσι ζούμε πραγματικά!
      Καλημέρα!

      Διαγραφή
  4. Να που χωράει και η κανέλλα στην αλληλεγγύη!
    Μέσα στο κάδρο μιας απεργίας, και με τους τραμπούκους τριγύρω, ζωγραφίζεις, Αλεξάνδρα, ένα ζοφερό παρόν παράλληλα με τις μνήμες ενός τραυματικού παρελθόντος.
    Κι όμως, τελικά μέσα στον πίνακά σου ξεθωριάζει ο ζόφος και κυριαρχεί το χαμόγελο μιας σπάνιας χειρονομίας, που δυναμώνει το ηθικό των εργατών («ο αγώνας την χρειάζονταν»). Αυτών των ανώνυμων που, με τον κακοπληρωμένο ιδρώτα τους, βελτιώνουν συνεχώς τις συνθήκες τής ζωής όλης τής κοινωνίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Για το ξεθώριασμα πρέπει να παλέψουμε, έστω και το μικρό, για να πάψει να είναι ο ζόφος κυρίαρχος.
      Καλημέρα, Άρη!

      Διαγραφή
  5. Αχ βρε Αλεξάνδρα μου, πως κατάφερες μέσα σε μια ιστορία μικρού μήκους να συμπεριλάβεις τόσα σημαντικά γεγονότα, αληθινά πορτρέτα και μέσα από την σκληρή πραγματικότητα να δώσεις ένα άρωμα αισιοδοξίας! Υπέροχη πραγματικά η ιστορία σου, μπράβο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. ♥ (μία για σένα)
    ♥♥♥ (τρεις για την ιστορία σου)
    Φιλί, καλό υπόλοιπο Κυριακής!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Νιώθω λίγο αδικημένη... Πιο πολλές ♥ η ιστορία από μένα...
      Καλημέρες!!!

      Διαγραφή
  7. Ένα μικρό αριστούργημα με ταξικές αναφορές και άρωμα αγώνα για τη ζωή. Αλεξάνδρα στο δύσκολο αυτό είδος σου βγάζω το καπέλο αναγνωρίζοντας τον ψηλό δείκτη μαχητικού πάθους που κρύβεις μέσα σου.
    Ένα μεγάλο μπράβο κορίτσι μου για το μικρό αυτό φωτεινό διήγημα.
    Καλή συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ενωθούν οι άνθρωποι σ' ένα κοινό αγώνα και εσύ Αλεξάνδρα μου, με την ιστορία σου, ένωσες εμάς τους αναγνώστες σου, πασπαλίζοντας μας με την υπέροχη κανέλα!
    ΑΦιλάκια τρυφερά αρωματισμένα! :)

    ΑΦιλάκια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αν υπάρχουν, λέει;;; Μακάρι τους μισούς να χρησιμοποιούσαμε!!!
      Να είσαι καλά, Στεφανία μου!

      Διαγραφή
  9. Τι μου θύμησες τώρα ε;........
    https://www.youtube.com/watch?v=dysUekUOIEU
    Κανελλένια φιλιά ❤

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Μια πρωτότυπη ιστορία αγώνα με άρωμα κανέλλας και γεύση κοκινιστού.Υπέροχο διήγημα Αλεξάνδρα μου, αληθινός ύμνος για τους αγωνιστές εκείνης της εποχής που ήξεραν να διεκδικούν Αλλά και αληθινά ανθρώπινος ύμνος!
    Φιλιά πολλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κι εκείνης της εποχής και της σημερινής, Άννα μου.
      Καλημέρα!

      Διαγραφή
  11. ακόμη μια όμορφη μυρωδάτη ιστορία!! νοσταλγική.. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Αναμνήσεις μαζί με την ζοφερή πραγματικότητα των απεργών πασπαλισμένες με άρωμα κανέλας έδωσαν μια πολύ καλογραμμένη ιστορία! Μπράβο Αλεξάνδρα μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. μμμμ μέχρι εδώ έφτασε το άρωμα κανέλας!!!κ πόσο την αγαπώ....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Μόνο εσύ Αλεξάνδρα μου, τόσο περίτεχνα θα μπορούσες να γράψεις κάτι τόσο μοναδικό. Χαίρομαι να σε διαβάζω, γιατί πάντα σε απολαμβάνω, με ότι και αν καταπιάνεσαι στην κάθε ιστορία!!!! 💖 Σε φιλώ γλυκά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κι εγώ χαίρομαι που σου άρεσε και που γράφεις τόσο όμορφα λόγια! Καλημέρα! ♥

      Διαγραφή
  15. Αρωμα κανελας και κοκκινιστό με ανθρώπινες ιστοριες για το δικιο.. ενωθηκαν εδώ και έγιναν ενα Αλεξανδρα μου ... ξερεις να γραφεις μοναδικες ιστορίες καθε φορα... φιλακιααα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Ξύπνησες μνήμες από παρελθούσες απεργίες, διαθεσιμότητες, πορείες, αγώνες και τελικά μια απολύσάρα που ήταν όοοολη δική μου.
    Μα ήμουν από τις τυχερές. Η κανέλα δεν μου έλειψε ποτέ. Και σε σκόνη και σε ξυλαράκι και σε καραμέλα και τώρα και σε υγρό αναπλήρωσης ηλεκτρονικού τσιγάρου. Είναι, βλέπεις, η γεύση της και η μυρωδιά της, τόσο καθησυχαστική...
    Καλημέρα Γούμαν με τις εξαιρετικές ιστορίες σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτά είναι τα ωραία! Δεν πλήττεις! Κι έχεις και την κανέλα σου!
      Καλημέρες! ♥

      Διαγραφή
  17. Γοητεύτηκα, συγκινήθηκα .... και φταις εσύ !
    Σ' ευχαριστώ Αλεξάνδρα μου !

    ΑπάντησηΔιαγραφή