Η ώρα ήταν έντεκα το πρωί. Ο παππούς ζητούσε κιόλας τον τρίτο του ελληνικό. Η γιαγιά αρνιόταν πεισματικά να του φτιάξει κι εκείνος την απειλούσε πως θα την χωρίσει. Κλαιγόταν για την άσπλαχνη γυναίκα που του φόρτωσε η άδικη μοίρα, η γιαγιά όμως δεν μπορούσε να διαθέσει άλλον από το χρόνο της για ν’ ασχοληθεί μαζί του. Η κόρη της μαγείρευε κι έπρεπε να ελέγξει. Το κοκκινιστό θέλει και μια πρέζα ζάχαρη. Η κόρη τής θύμιζε πόσα χρόνια μαγείρευε για την οικογένεια κι έκανε την κίνηση για την οποία η Βασούλα ανυπομονούσε. Στριμωχνόταν ανάμεσα στη γιαγιά και τη μάνα, πλησίαζε στην κουζίνα όσο πιο πολύ μπορούσε και περίμενε. Να ανοίξει η μάνα το βαζάκι, να βάλει μέσα το κουτάλι, να πέσει η κανέλα μες στην κατσαρόλα και να μυρίσει το σπίτι σαν χριστουγεννιάτικο γλυκό!
Έτσι κυλούσαν οι Κυριακές.